τριπέτηλος

τριπέτηλος
-ον, Α
1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον
το τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριπέτηλον — three leafed neut nom/voc/acc sg τριπέτηλος three leafed masc/fem acc sg τριπέτηλος three leafed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕРМЕС —    • Έρμη̃ς,          Έρμείας, Mercurius, сын Зевса и Маии, дочери Атланта (Hesiod. theog. 938), рожденный на аркадской горе Киллене (поэтому Κυλλη̉νιος). Тотчас после рождения он оставляет пелены и пещеру матери и крадет 50 коров из стада богов …   Реальный словарь классических древностей

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”